τρυπιέμαι

τρυπιέμαι
τρυπιέμαι, τρυπήθηκα, τρυπημένος βλ. πίν. 59

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναπείρω — ἀναπείρω και ποιητ. ἀμπείρω (Α) [πείρω] 1. διαπερνώ κάτι από τη σούβλα, σουβλίζω 2. (για πρόσωπα) ανασκολοπίζω, παλουκώνω 3. τρυπιέμαι …   Dictionary of Greek

  • περιτίτραμαι — Α διατρυπώμαι, τρυπιέμαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τίτραμαι, μτγν. τ. τού τετραίνω «τρυπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”